- γλοίωμα
- το(ιατρ.), κακοήθης όγκος που εμφανίζεται στον εγκέφαλο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γλοίωμα — Όγκος των νευρογλοιακών κυττάρων, που μπορεί να ποικίλλει πολύ ως προς τον βαθμό κακοήθειάς του και τον ρυθμό ανάπτυξής του. * * * το νεόπλασμα που αποτελείται από κύτταρα τής νευρογλοίας, τού ιστού ο οποίος στηρίζει και προστατεύει τα νευρικά… … Dictionary of Greek
νευρογλοίωμα — το το γλοίωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neuroglioma < νευρογλοία + ωμα] … Dictionary of Greek